-
1 σμαράγδι
το изумруд -
2 σμαράγδι
[змарагди] ουσ. о. изумруд.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σμαράγδι
-
3 σμαράγδι
[змарагди] ουσ ο изумруд. -
4 σμαράγδι
la maragda -
5 σμαράγδι
émeraude -
6 σμαράγδι
szmaragd (m) rzecz. -
7 σμαράγδι
smaragd -
8 σμαράγδι
emeraldΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σμαράγδι
-
9 zümrüt
σμαράγδι -
10 émeraude
σμαράγδι -
11 smaragd
σμαράγδι -
12 szmaragd
σμαράγδι -
13 изумруд
-
14 изумруд
(смарагд) η σμάραγδος, το σμαράγδι-ный σμαράγδινος, σμαραγδένιοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изумруд
-
15 изумруд
изумрудм τό σμαράγδι, ὁ σμάραγδος. -
16 изумрудный
изумруд||ныйприл σμαράγδινος, ἀπό σμαράγδι. -
17 σμάραγδος
ο см. σμαράγδι -
18 სამარაგდე
Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > სამარაგდე
-
19 emerald
['emərəld]1) (a type of precious stone, green in colour.) σμαράγδι2) ((also emerald green) its colour ( also adjective): She has an emerald (green) coat.) σμαραγδοπράσινος -
20 изумруд
[ιζουμρούτ] ουσ. α. σμαράγδι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σμαράγδι — Πολύτιμος λίθος, ποικιλία της βηρύλλου (SiO4 · SiO2)3 Al2Be3. Έχει πράσινη ιδιάζουσα απόχρωση, επειδή υπάρχουν ίχνη oξείδιων του χρώμιου και του σίδηρου. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του εξαγωνικού συστήματος, σε μεγάλα εξαπλευρικά έως… … Dictionary of Greek
σμαράγδι — το σμάραγδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… … Dictionary of Greek
βήρυλλος — (αρχές 3ου αι. μ.Χ.). Λόγιος και επίσκοπος Βόστρων. Τα συγγράμματα και οι επιστολές του δεν διασώθηκαν. Ο Β. υποστήριζε ότι o Υιός του Θεού δεν υπήρχε πριν από την ενσάρκωση. Τελικά όμως, έπειτα από ανταλλαγή απόψεων με τον Ωριγένη, αναθεώρησε… … Dictionary of Greek
ζουμπρούτι — το σμαράγδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αραβικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
ισοσμάραγδος — ισοσμάραγδος, ον (Μ) αυτός που είναι όμοιος με σμαράγδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ό) * + σμάραγδος] … Dictionary of Greek
κορούνδιο — Ορυκτό του αργιλίου (AL2O3) που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Το μέγεθος των κρυστάλλων του φτάνει τα λίγα εκατοστά και συνήθως βρίσκεται άφθονο σε κοιτάσματα μικροκρυσταλλικών μαζών. Όταν δεν περιέχει προσμείξεις, το κ. είναι άχρωμο και… … Dictionary of Greek
νερωνιανός — νερωνιανός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα Νέρωνα 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νερωνιανός (ενν. λίθος) ονομασία που δόθηκε στο πράσινο σμαράγδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νέρων + κατάλ. ιανός (πρβλ. χριστ ιανός)] … Dictionary of Greek
πρασίτις — ιδος, ἡ, Α είδος πολύτιμου λίθου, πιθ. το σμαράγδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσιον + επίθημα ῖτις (πρβλ. σελιν ῖτις)] … Dictionary of Greek
σμαράγδιον — τὸ, Α βλ. σμαράγδι … Dictionary of Greek
τάβανος — Oνομασία εντόμων της οικογένειας των ταβανιδών, της τάξης των διπτέρων. Ένα από τα γνωστότερα είδη είναι ο τ. των βοδιών (tabanus bovinus), διαδεδομένος στην Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και σε εκτεταμένες περιοχές της Ασίας. Έχει μήκος 2 2½ εκ. και … Dictionary of Greek